- χοιρίσκος
- ὁ, Α(υποκορ. τ.) χοιρίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ. -ισκος (πρβλ. δελφιν-ίσκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοιρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρίσκους — χοιρίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
ԽՈՃԿՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c գ. ԽՈՃԿՈՐ կամ ԽՈՉՔՈՐ, ԽՈՃԿՈՐԱԿ ԽՈՉՔՈՐԱԿ. χοιρίδιον, χοιρίσκος porcellus. Խոզի քուռակ կամ կորիւն, այսինքն ձագ. ... *Խոզ մի մատակ յղի՝ երեսուն խոճկործնանէր: Ըստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՈՃԿՈՐԱԿ — ( ) NBH 1 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c գ. ԽՈՃԿՈՐ կամ ԽՈՉՔՈՐ, ԽՈՃԿՈՐԱԿ ԽՈՉՔՈՐԱԿ. χοιρίδιον, χοιρίσκος porcellus. Խոզի քուռակ կամ կորիւն, այսինքն ձագ. ... *Խոզ մի մատակ յղի՝ երեսուն խոճկործն անէր: Ըստ թուոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)